- Πλούτους
- Πλοῦτοςwealthmasc acc plΠλού̱τους , Πλοῦτωνmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πλουτοῦς — Πλουτώ fem nom/voc pl Πλουτώ fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλούτους — πλοῦτος 1 wealth masc acc pl πλού̱τους , πλοῦτος 2 neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακτώ — (Α κατακτώμαι, άομαι) 1. αποκτώ κάτι με κόπους και προσπάθειες ή με την ικανότητά μου (α. «κατέκτησε με αγώνες την εξουσία» β. «ἀρετὴν κατακτώμενοι», Θουκ.) 2. προσελκύω προς το μέρος μου, κερδίζω την εύνοια κάποιου (α. «τόν κατέκτησε με τον… … Dictionary of Greek
τρυφή — η, ΝΜΑ 1. ζωή μαλθακή, άνετη και πλούσια, καλοπέραση (α. «ζει μέσα στην τρυφή» β. «εἰς πλούτους ἀποβλέψαι καὶ τρυφάς», Πλάτ.) 2. αγάπη για σαρκικές ηδονές, ηδυπάθεια, φιληδονία μσν. αρχ. χαρά, ευχαρίστηση αρχ. 1. η ιδιότητα τού μαλακού, απαλότητα … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek